- νεωτερίζω
- (ΑΜ νεωτερίζω) [νεώτερος]επιχειρώ κάτι το καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», Πλάτ.)νεοελλ.ασπάζομαι νεώτερες αντιλήψεις γύρω από ένα ζήτημα, εγκολπώνομαι νέα συστήματα, μοντερνίζω, καινοτομώ, ακολουθώ νέο τρόπο ζωής ή σκέψης σε έναν ή περισσότερους τομείς («νεωτερίζει στον τρόπο τής διδασκαλίας του»)μσν.-αρχ.1. (το μέσ.) νεωτερίζομαιμιμούμαι τους νέους ανθρώπους ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς, συμπεριφέρομαι με νεανική ελαφρότητα2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ νεωτερίζοντο επαναστατικό κόμμα, η μερίδα τών πολιτών που παίρνει μέρος σε στασιαστικές κινήσειςαρχ.1. (για απότομες μεταβολές θερμοκρασίας) επενεργώ δυσμενώς εις βάρος τής υγείας («καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι τοὐναντίον μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον», Θουκ.)2. μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα προκειμένου να πετύχω κάποια αλλαγή3. (το μέσ.) κάνω διαρρυθμίσεις ή διακανονισμούς με εξουσιαστικό τρόπο («μηδενὸς νεωτεριζομένου μέχρι τῆς παρ' ἐμοὶ κρίσεως», πάπ.)4. φρ. «νεωτερίζω τὴν πολιτείαν» — επιχειρώ, με στάση, πολιτική μεταβολή, ανατρέπω την καθεστηκυία πολιτική τάξη («νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.